κατηχούμενοι

κατηχούμενοι
Ονομασία που αποδόθηκε κατά τους πρώτους χρόνους του χριστιανισμού στους εθνικούς και στους οπαδούς άλλων θρησκειών, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί, πριν από το βάπτισμα, για μια περίοδο κατήχησης στη χριστιανική θρησκεία. Οι κ. διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: τους ακροατές –των οποίων η κατηχητική προπαρασκευή διαρκούσε τρία χρόνια– και τους ικανούς· οι τελευταίοι βαπτίζονταν κατά το Πάσχα. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού και την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, οπότε την κατήχηση ανέλαβαν οι γονείς με τον ανάδοχο, η τάξη των κ. άρχισε να ελαττώνεται, μέχρις ότου εξαφανίστηκε τελείως τον 6ο αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατηχούμενοι — κατηχέω sound over pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) κατηχέω sound over pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

  • Катихизис катехизис — (κατηχήσις) оглашение, изустное наставление в христианской вере обращающихся к церкви, дотоле разно мысливших с нею. Оно необходимо предшествует крещению, составляющему акт самого вступления в церковь. Оглашаемые (κατηχουμένοι) имеют право… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Катихизис, катехизис — (κατηχήσις) оглашение, изустное наставление в христианской вере обращающихся к церкви, дотоле разно мысливших с нею. Оно необходимо предшествует крещению, составляющему акт самого вступления в церковь. Оглашаемые (κατηχουμένοι) имеют право… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • оглашаѥмыи — (6) прич. страд. наст. к оглашати: И бл҃женыи моиси оглашѧѥмъ ст҃ыимъ д҃хъмь. Изб 1076, 97 об.; то же СбТр XII/XIII, 171 об.; ѥще оглашаѥмъ сы. (κατηχούμενος) КЕ XII, 208а; да никтоже ми гл҃ть ˫ако не полезни бываѥмъ оглашаѥми. (κατηχούμενοι) ФСт …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AUDIENTES — apud Cyprian. Ep. 13. Audientibus, etiamsi qui fuerint periculô praeventi et in exitu constituti, vigilantia vestra non desit. Et Ep. 14. Optatum inter Lectores doctorem Audientium constituinus: Alios itidem Scriptores Ecclesiasticos, dicti sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CATECHUMENI — Isidoro sunt, qui primum de Gentilitate veniunt, habentes voluntatem credendi in Christum, de Eccles. Offic. l. 2. c. 20. Graece Κατηχούμενοι, quod idem reddit Auditores seu Instructi; a Verbo κατηχεῖν, auribus insonare, erudire, docere,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARATHESIS — Graece παράθεσις, apud Scriptores Ecclesiae Graec. oratio est super Catechumenos fieri solita, quando illi cervices suas ac capita manui et benedictioni Pontificis supponerent, uti discimus ex Alexio Aristeno in can. 106. Carthag. Hinc formula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VOX — contracte ex voco, φθόγγος σημαντικὸς Philosopho, sonus significativus, in brutis affectus, in homine anuni sensa, exprimit. Non enim, nisi per prosopopoeiam, ne rei, crimine admissô, posse latere se putent, etiam ipsis aedibus, in quibus id… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”